- συνεγγυήτρια
- η, Νβλ. συνεγγυητής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεγγυητής — ο, ΝΑ, θηλ. συνεγγυήτρια Ν [συνεγγυῶ] αυτός που εγγυάται κάτι μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
συνεγγυητής — ο θηλ. συνεγγυήτρια αυτός που εγγυάται κάτι μαζί με άλλον: Υπέγραφε ως συνεγγυητής για να πάρει ο φίλος του δάνειο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)